- κορτίνη
- η(βιοχ.) σύνολο ορμονών το οποίο περιλαμβάνει όλες τις φυσικές ορμόνες τών επινεφριδίων.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cortin- < cort- (< λατ. cortex, -icis «φλοιός») + κατάλ. -in τής χημικής ορολογίας].
Dictionary of Greek. 2013.